- ὁλόβρυζον
- ὁλ-όβρυζον νόμισμα, τό, ganz von reinem Golde
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ολόβρυζος — ὁλόβρυζος, ον (Μ) αυτός που αποτελείται από καθαρό χρυσό («ὁλόβρυζον νόμισμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + ὄβρυζος «καθαρός, αμιγής»] … Dictionary of Greek